- μπρούμυτα
- επίρρ., πεσμένος με το πρόσωπο προς το έδαφος: Έπεσε μπρούμυτα κι έσπασε τη μύτη του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπρούμυτα — επίρρ. με το πρόσωπο προς το έδαφος, πρηνηδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μσν. πρόμυτα < πρό + μύτη, με ανάπτυξη έρρινου] … Dictionary of Greek
προύμυτα — και πρόμυτα Ν επίρρ. μπρούμυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μπρούμυτα (βλ. λ. μπρούμυτα)] … Dictionary of Greek
επιστομίζω — και απιστομίζω (AM ἐπιστομίζω) [επίστομα] νεοελλ. 1. βάζω κάποιον επίστομα (ή απίστομα), με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα 2. πέφτω επίστομα, μπρούμυτα 3. μπαίνω μπροστά σε κάποιον και τόν εμποδίζω αρχ. μσν. 1. φιμώνω, τοποθετώ… … Dictionary of Greek
μπρουμυτίζω — και προμυτίζω [μπρούμυτα] 1. (αμτβ.) πέφτω πρηνηδόν, μπρούμυτα, με το πρόσωπο καταγής 2. (μτβ.) ρίχνω κάποιον με το πρόσωπο καταγής … Dictionary of Greek
προπρηνής — ές, Α (επιτεταμένος τ. τού πρηνής) 1. αυτός που έχει το πρόσωπό του προς τα κάτω, προς τα εμπρός, ο πεσμένος μπρούμυτα 2. (η αιτ. ουδ. ως επίρρ.) προπρηνές προς τα εμπρός, μπρούμυτα 3. φρ. «φασγάνῳ προπρηνέϊ τύψας» αφού επέφερε άμεσο τραύμα.… … Dictionary of Greek
επίκουπα — (Μ ἐπίκουπα και ἐπίκοπα) επίρρ. μπρούμυτα … Dictionary of Greek
επίστομα — (I) και απίστομα και πίστομα (Μ ἐπίστομα) [στόμα] επίρρ. με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα. (II) το 1. το μπροστινό τμήμα τής κεφαλής τών εντόμων ανάμεσα στο άνω χείλος και στο μέτωπο 2. μικρή κινητή γλώσσα τών βρυοζώων … Dictionary of Greek
επιφερής — ἐπιφερής, ές (Α) πρηνής, πεσμένος μπρούμυτα (κατά τον Ησύχ.) «πρωλύθιον, ὁ ἐπιφερής καὶ ἐπὶ στόμα» … Dictionary of Greek
καταπίστομα — επίρρ. με το στόμα προς τη γη, μπρούμυτα, κατά τρόπο πρηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀπίστομα (< φρ. ἐπὶ στόμα)] … Dictionary of Greek
καταπροσώπου — (Μ) επίρρ. μπρούμυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ προσώπου] … Dictionary of Greek